- καταθέσεις
- κατάθεσιςlayeringfem nom/voc pl (attic epic)κατάθεσιςlayeringfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
ταμιευτήριο — Πιστωτικό ίδρυμα, που έχει ως χαρακτηριστικό τον ειδικό προορισμό να διαθέτει για κοινωνικούς σκοπούς τα κέρδη που πραγματοποιούνται από τις πιστώσεις του. Η δημιουργία των τ. ανάγεται στην περίοδο που εκτείνεται από το τέλος του 18ου έως το… … Dictionary of Greek
ρευστότητα — Στην οικονομία είναι η ιδιότητα που έχει ένα αγαθό να μετατρέπεται γρήγορα σε χρήμα* χωρίς να χάνει σημαντικό μέρος της αξίας του. Κατεξοχήν ρευστά αγαθά είναι π.χ. τα χαρτονομίσματα και οι τραπεζικές καταθέσεις όψης. Λιγότερο ρευστά είναι οι… … Dictionary of Greek
οικονομικά μαθηματικά — Το σύνολο των μαθηματικών γνώσεων, που χρησιμοποιεί η οικονομία. Τελευταία τα μαθηματικά χρησιμοποιούνται, σε συνεχώς μεγαλύτερη έκταση, στην οικονομική θεωρία και πράξη. Στην οικονομική θεωρία με τη χρησιμοποίηση μαθηματικών μεθόδων (αλγεβρικές… … Dictionary of Greek
μονεταρισμός — Οικονομική θεωρία και η οικονομική πολιτική που προκύπτει από αυτήν (ο όρος προκύπτει από την αγγλική λέξη monetary, νομισματικός). Δίνει έμφαση στην προσφορά χρήματος και τον τρόπο που επιδρά σε μια οικονομία, ειδικότερα στις τιμές, την παραγωγή … Dictionary of Greek
νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… … Dictionary of Greek
Βουλπιώτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από τη Βούλπη των Αγράφων. Πήρε μέρος στον Αγώνα και έδρασε κυρίως στην Ευρυτανία. Το 1825 ονομάστηκε αντιστράτηγος. 2. Γιαννάκης. Συγγενής του προηγούμενου. Όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση, ήταν… … Dictionary of Greek
Panagiotis Moullas — (griechisch Παναγιώτης Μουλλάς, auch in der Transkription Panagiōtēs Mullas; * 1935 in Kilkis; † 11. September 2010) war ein griechischer Literaturwissenschaftler und Neogräzist sowie Professor für Byzantinistik und Neogräzistik an der… … Deutsch Wikipedia
αναλήψιμος — η, ο (Α ἀναλήψιμος, ον) [ανάληψη ( ις)] ο σχετικός με την Ανάληψη τού Χριστού ||νεοελλ. (για χρηματικές καταθέσεις) αυτός που μπορεί να τόν αποσύρει κανείς … Dictionary of Greek
αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… … Dictionary of Greek